- μόλυνση
- η (ΑΜ μόλυνσις, Μ και μόλυσις) [μολύνω]ρύπανση, κηλίδωση, μίανση, λέρωμανεοελλ.1. ιατρ. η απλή εναπόθεση παθογόνων μικροβίων στην επιφάνεια τού σώματος, σε τραύματα, σε αντικείμενα κοινής χρήσης ή η είσδυσή τους σε φυσικές κοιλότητες τού σώματος, η μετάδοση παθογόνων μικροβίων σε ζωντανό οργανισμό2. (φυτοπαθολ.) η είσοδος ενός οργανισμού ή ιού στον ξενιστή και η δημιουργία μόνιμης ή πρόσκαιρης παρασιτικής σχέσης3. φρ. α) «εστία μόλυνσης» — μια θέση ή μια περιοχή όπου υπάρχουν συγκεντρωμένοι παράγοντες που μπορούν να μολύνουνβ) «μόλυνση τής ατμόσφαιρας» ή «μόλυνση τού περιβάλλοντος» — η ρύπανση τού ατμοσφαιρικού αέρα και γενικά τού περιβάλλοντος από ξένες ουσίες, τών οποίων η παρουσία οφείλεται στη δραστηριότητα τού ανθρώπουαρχ.αντί μώλυσης*, η κατάσταση τού μισοψημένου κρέατος.
Dictionary of Greek. 2013.